- σχολαρχείο(ν)
- το неполная средняя школа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχολαρχείο — σχολαρχείο, το και σκολαρχείο, το παλιότερα τριτάξιο σχολείο στην Ελλάδα (ανώτερο από το δημοτικό σχολείο και κατώτερο από το γυμνάσιο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολαρχείο — και σκολαρχείο, το, Ν ονομασία παλαιού τύπου τριτάξιου σχολείου μέσης εκπαίδευσης που αποτελούσε προβαθμίδα τού γυμνασίου, αλλ. ελληνικό σχολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάρχης. Η λ., στον λόγιο τ. σχολαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek